εξισλαμίζομαι

εξισλαμίζομαι
εξισλαμίζομαι, εξισλαμίστηκα, εξισλαμισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουρκεύω — Ν [Τούρκος] 1. γίνομαι Τούρκος, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζομαι, εκτουρκίζομαι 2. (μτβ.) εξαναγκάζω κάποιον να προσχωρήσει στον μωαμεθανισμό, εξισλαμίζω 3. (για χώρα ή πόλη) κυριεύομαι από τους Τούρκους 4. μτφ. α) θυμώνω πολύ, γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”